Ιστορικά Στοιχεία

     

    Οι αρχαίοι Ευρυτάνες κατοικούσαν την τραχειά ορεινή περιοχή της Βόρειας Αιτωλίας και εθεωρούντο ως ο ισχυρότερος αλλά και ωμότερος από τους Αιτωλικούς λαούς. Γύρω τους ζούσαν οι Απεραντοί, οι Οφιονείς, οι Θεστιείς, οι Δόλοπες, οι Αινιάνες και οιΑκαρνάνες. Η ονομασία της περιοχής οφείλεται μάλλον στον μυθικό ήρωα Εύρυτο, ο οποίος βασίλευε στην πόλη Οιχαλία, που είχε κτίσει ο Μελανεύς, βασιλιάς των Δρυόπων.
    Οι Ευρυτάνες συμμετείχαν στην εκστρατεία της Τροίας, άλλοι με αρχηγό τον Γουνέα, βασιλιά της Κύφου, άλλοι με τον Φοίνικαως συμπολεμιστές του Αχιλλέα και άλλοι με τον Θόαντα, τον Ποδαλείριο και τον Μαχάονα.
Το 429 π.Χ. ο Αθηναίος στρατηγόςΔημοσθένης επιτέθηκε εναντίον των Λοκρών και των Ευρυτάνων, αλλά νικήθηκε από τους Ευρυτάνες και τους Αιτωλούς, που μιλούσαν τότε μια δική τους διάλεκτο δυσνόητη από τους άλλους ΄Ελληνες. Οι Ευρυτάνες, μαζί με τους Θεστιείς και Οφιονείς, υπήρξαν ισχυρά στοιχεία της Αιτωλικής Συμπολιτείας, η οποία αντιστάθηκε και υπέκυψε τελευταία από τις ελληνικές περιοχές στους Ρωμαίους.
    Στην τουρκοκρατία, η Ευρυτανία ανήκε στη διοικητική περιφέρεια (σατζάκι) των Τρικάλων, και είχε χριστιανικό πληθυσμό περί τις 40 χιλ.

 

    Οι Τούρκοι παραχώρησαν στους Ευρυτάνες προνόμια αυτονομίας και αυτοδιοικήσεως, επέτρεψαν να υπάρχουν ομάδες αρματολών και αναγνώρισαν τα αρματολίκια τους. Τα δυσπρόσιτα βουνά της Ευρυτανίας έγιναν ασφαλές καταφύγιο των κλεφτών.     Οι αρματολοί Χορμόπουλος των Αγράφων και Λιβίνης του Καρπενησιού ξεσήκωσαν επανάσταση το 1684 – 1696 και ο Λιμπεράκης Γερακάρης το 1688 - 1699. Ευρυτάνες ήταν ο Κατσαντώνης, ο Γεροδήμος, ο Μπουκουβάλας και άλλοι αγωνιστές.

 

    Η Επανάσταση του 1821 κηρύχθηκε στο Κεράσοβο στις 10 Μαΐου και η συμβολή των Ευρυτάνων στον Αγώνα ήταν γενική και ενθουσιώδης.
    Στην Ευρυτανία συνήφθησαν σκληρές και αποφασιστικές μάχες υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη,τον Μάρκο Μπότσαρη κ.α.

 

 


H Iστορική πόλη του Καρπενησίου εμφανίζεται ως οικισμός από τα Βυζαντινά χρόνια.

    Την εποχή της Τουρκοκρατίας κατέχει μάλιστα δεσπόζουσα θέση στην περιοχή από πλευράς αγροτοκτηνοτροφικής ανάπτυξης. Κάτοικοι της περιοχής, πήραν μέρος στην εξέγερση του 1600 και του 1611, από τον Μητροπολίτη Τρικάλων και Λαρίσης Διονύσιο το Φιλόσοφο. Το 1645, ο διδάσκαλος του γένους Ευγένιος Γιαννούλης, ίδρυσε Σχολή όπου δίδαξε και ο ίδιος κατά διαστήματα. Την περίοδο 1684-1699, στην περιοχή του Καρπενησίου, ο αρματωλός Λιβίνης επαναστατεί κατά των Τούρκων. Κατάφερε μία σημαντική νίκη κοντά στο χωριό Γόλιανη, το 1684 (ο λόφος στον οποίο έγινε η μάχη πήρε το όνομά του), ενώ ένα χρόνο μετά σκοτώθηκε σε μάχη στο χωριό Αράχωβα. Αργότερα στην περιοχή εγκαθίστανται Σκλαβούνοι που λιποτάκτησαν, από την Πελοπόννησο. Οι Ενετοί, για την καλύτερη οργάνωση των επαναστατημένων αρματωλών εγκαθιστούν στην πόλη ένα κεντρικό στρατόπεδο με διοικητές τους Μποσίνα και Λουμποζόβιτς. Στην πόλη θα εγκατασταθεί και ο Λιμπεράκης Γερακάρης, όταν θα αποφασίσει να εκστρατεύσει κατά της Στερεάς Ελλάδας. Για να γίνει αρεστός στους κατοίκους της περιοχής, αρχίζει να χτίζει διάφορες εκκλησίες. Ανάμεσα σε αυτές, και της Αγίας Τριάδας στο Καρπενήσι. Όταν θα αποφασίσει να επιτεθεί εκ νέου στην Πελοπόννησο, οι Ενετοί θα επιτεθούν στο Καρπενήσι και θα το λεηλατήσουν. Μετά την Συνθήκη του Κάρλοβιτς, το Καρπενήσι θα περάσει ξανά στα χέρια των Οθωμανών.

    Το Καρπενήσι έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1821. Την Επανάσταση κήρυξαν στο Καρπενήσι οι τοπικοί οπλαρχηγοί Γιολδασαίοι και Βράσκας αλλά υπέρτερες τούρκικες δυνάμεις από τη Λαμία εξουδετέρωσαν τους πολιορκητές. Σύντομα όμως οι επαναστάτες ανασυντάχθηκαν και έδιωξαν τους Τούρκους από την πόλη. Κοντά στο Καρπενήσι, στη θέση Κεφαλόβρυσο, σκοτώθηκε, σε μάχη με τους Τούρκους, ο Σουλιώτης αγωνιστής Μάρκος Μπότσαρης, το 1823.

 

 

Μάχη του Κεφαλόβρυσου


    Η Μάχη του Κεφαλόβρυσου (ή Μάχη του Καρπενησίου) έλαβε χώρα κοντά στο Καρπενήσι, το πιθανότερο το βράδυ της8ης Αυγούστου προς 9η Αυγούστου 1823, μεταξύ δύναμης επαναστατημένων Ελληνών ατάκτων και των Οθωμανικών στρατευμάτων. Οι Έλληνες πολέμησαν υπό την καθοδήγηση του Σουλιώτη Μάρκου Μπότσαρη. Για την ακριβή ημερομηνία της μάχης οι πηγές διαφέρουν, από 7-8 Αυγούστου (Π. Αραβαντινός κ.ά.) έως τις 10-11 Αυγούστου (Μέντελσον Μαρτόλντυ, Γ. Κορδάτος). Στην 8-9 Αυγούστου συμφωνούν οι περισσότερες πηγές, μεταξύ των οποίων οι Μιχ. Σχινάς, ο τότε Κυβερνήτης Κ. Μεταξάς, οι Σπ. Τρικούπης και Κ. Παπαρρηγόπουλος, ο Fr. Pouqueville κ.ά. Η σπουδαιότερη μαρτυρία προέρχεται από επιστολή του ίδιου του Μάρκου Μπότσαρη προς τον Λόρδο Βύρωνα με ημερομηνία 8-8-1823 όπου αναφέρει:

 

    "Απόψε σκοπεύω κάτι να επιχειρήσω εναντίον ενός σώματος Αλβανών εξ έξ έως επτά χιλιάδων, στρατοπεδευμένων σιμά εις το αυτό μέρος ..."[1]. Σύμφωνα με την έκθεση των γεγονότων από τον Κίτσο Τζαβέλα αυτή η επίθεση έγινε περίπου στις 10:15 της 8 Αυγούστου, "εφορμήσεως δοθησομένου σημείου εκ μέρους του Μάρκου διά σάλπιγγος", και συνεχίστηκε μέχρι το πρωί.

 

    Ο Μπότσαρης με δύναμη 450 Σουλιωτών (κατά μία άλλη εκδοχή 350[3]) και άλλο μικρό σώμα υπό τον Κίτσο Τζαβέλα επιτέθηκαν κατά της εμπροσθοφυλακής του Τουρκικού στρατού που στρατοπέδευαν στην τοποθεσία Κεφαλόβρυσο. ΟιΤούρκοι είχαν λάβει ελλιπή αμυντικά μέτρα γεγονός που οδήγησε σε πολλές απώλειες από πλευράς τους, καθώς οι Σουλιώτες εισέβαλαν αθόρυβα στο στρατόπεδο τους. Οι Σουλιώτες πίστεψαν ότι είχαν νικήσει, αναγκάστηκαν όμως να υποχωρήσουν όταν διαπίστωσαν ότι ο Μπότσαρης είχε πέσει νεκρός από σφαίρα που τον χτύπησε στο δεξί μάτι, και μόνο ύστερα από την ασφαλή απομάκρυνση του άψυχου σώματος του αρχηγού τους από το πεδίο της μάχης. Οι Τουρκικές απώλειες υπήρξαν βαριές, περίπου 1000 άνδρες, σε αντίθεση με τις Ελληνικές που ήταν ελάχιστες. Οι Έλληνες άρπαξαν πλήθος λάφυρα.

 

    Κατά τη Διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής το Καρπενήσι και άλλα εκατό χωριά της Νότιας Ευρυτανίας, πυρπολήθηκαν από τρία γερμανικά τάγματα στις 10 Αυγούστου 1944 και μέχρι της 17 Αυγούστου του ίδιου χρόνου.

 

 

Η Μονή Προυσού


    Η Μονή Προυσού είναι μοναστήρι του Νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται 31 χιλιόμετρα νότια του Καρπενησίου και 53 βορειοδυτικά τουΑγρινίου, 2 χιλιόμετρα από το ομώνυμο χωριό, και αποτελεί πνευματικό και προσκυνηματικό κέντρο ολόκληρης της περιοχής. Είναι χτισμένη σε ένα τοπίο επιβλητικό, σε απόκρημνη, βραχώδη περιοχή μεταξύ των βουνών Χελιδόνα, Καλιακούδα και της οροσειράς του Παναιτωλικού, η οποία είναι κατάφυτη από έλατα.

 

    Η Ιερά Μονή Προυσσού είναι ένα από τα λίγα μοναστήρια που σώζονται στην Ευρυτανία. Το καθολικό της είναι ενδιαφέρων ναΐσκος, σταυροειδής με τρούλλο. Στα δυτικά του, στη ρίζα του βράχου, υπάρχει κρύπτη διαμορφωμένη σε παρεκκλήσι. Οι σήμερα σωζόμενες τοιχογραφίες φιλοτεχνήθηκαν γύρω στο 1785. Μέσα στην κρύπτη διασώζονται στην εξωτερική πλευρά τοιχογραφίες του 13ου αιώνα, ενώ εσωτερικά υπάρχουν δύο στρώματα, από τα οποία το ένα χρονολογείται στα 1518. Πολύ αξιόλογο είναι και το ξυλόγλυπτο τέμπλο της κρύπτης, που χρονολογείται στα 1810.
Το Σκευοφυλακίου της Μονής περιέχει πλήθος πολύτιμων χειρόγραφων Κωδίκων, εικόνες, ιερά σκεύη, λειψανοθήκες και βιβλία. Στη Μονή λειτουργεί ενδιαφέρον μουσείο με μέρος των θησαυρών, όπως εικόνες από το 15ο και 16ο αιώνα, ιερά άμφια, αργυρά και χρυσά δισκοπότηρα, χειρόγραφοι κώδικες, τυπογραφημένα βιβλία και το σπαθί του Καραϊσκάκη.
Έξω από τη Μονή υπάρχουν δύο κάστρα αριστερά και δεξιά, οι «πύργοι του Καραϊσκάκη». Υπάρχει επίσης εκκλησάκι των Αγίων Πάντων, που κτίστηκε το 1754. Τέλος, σώζεται, πλήρως αναστηλωμένο το κτίριο που στέγασε επί Τουρκοκρατίας τη «Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων» που λειτούργησε στη Μονή.

 

    Κατά την παράδοση το όνομα της Μονής οφείλεται στη θαυματουργή εικόνα της «Παναγίας Προυσιώτισσας». Η εικόνα αυτή κατάγεται από την Προύσα της Μικράς Ασίας και εικάζεται ότι είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Η Μονή ιδρύθηκε τον 9ο αιώνα. Την εποχή εκείνη αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Θεόφιλος (829-842), ο οποίος ήταν εικονομάχος. Η εικόνα της Παναγίας βρισκόταν σε ναό της Προύσας, αλλά υπό τον φόβο ότι θα καταστραφεί βάσει διατάγματος του αυτοκράτορα, φυγαδεύτηκε στη Στερεά Ελλάδα. Η παράδοση συνδέει το καταφύγιο της εικόνας, τη σημερινή τοποθεσία της Μονής, με θαύματα που συνέβησαν κατά τη μεταφορά της εικόνας εκεί. Ο νέος που τη μετέφερε, μαζί με κάποιον υπηρέτη του, αποφάσισαν να ιδρύσουν μοναστήρι στο σημείο αυτό καθώς διαπίστωσαν ότι ήταν αδύνατο να μετακινήσουν την εικόνα από εκεί. Οι ίδιοι έγιναν οι πρώτοι μοναχοί, με τα ονόματα Διονύσιος και Τιμόθεος

 

    Η Παράδοση βέβαια παρουσιάζει και μια άλλη εκδοχή. Το 10 αιώνα μχ εντάθηκαν οι προσπάθειες της Κωνσταντινούπολης για εκχριστιανισμό και αφομοίωση των βαρβαρικών λαών της αυτοκρατορίας. Δύο ριψοκίνδυνοι μοναχοί ο Διονύσιος και ο Τιμόθεος, ακολουθώντας τις εντολές του αυτοκράτορα και του πατριαρχείου, έφτασαν στον άγριο αυτό τόπο με τους σκόρπιους ποιμενικούς πληθυσμούς, ενθουσιώδεις και με ακλόνητο σκοπό της ζωής τους να κάνουν τους κατοίκους χριστιανούς.Για να μπορέσει να γίνει αποδεκτή η νέα θρησκεία, έστησαν προσκυνητάρι και εγκαταστάθηκαν εκεί που για αιώνες χτύπαγε η ιερή καρδιά του τόπου. Εκεί από όπου ο χτύπος αυτός αντανακλούσε σε ψυχές Ελλήνων και βαρβάρων. Στη θέση που υπήρχε για πολλούς αιώνες, το ανύπαρκτο πια Μαντείο του Οδυσσέα. Άναψαν μόνιμα και έναν πυρσό που αντανακλούσε το φως του στα βράχια και μάγεψε τους ντόπιους.

 

    Εξαιτίας του πυρσού αυτού το μοναστήρι που χτίστηκε εκεί το 12ο αιώνα πήρε το όνομα " Μονή Πυρσού" ("Ορθόδοξος Συναξαριστής": Σύναξη της Παναγίας η «ἐν τῷ Πυρσῷ τῆς Εὐρυτανίας» στις 22-23 Αυγούστου).
    Το 1587 το καθολικό καταστράφηκε από πυρκαγιά. Αμέσως μετά ξαναχτίστηκε και διακοσμήστηκε με τοιχογραφίες. Τότε, περί το 1600μχ, φιλοτεχνήθηκε και η εικόνα της Παναγίας.
    Επειδή με τους αιώνες το όνομα έγινε από "Πυρσού", "Μπουρσού" που ακούγονταν κακόηχο, το 1845 επίσημα πλέον το μοναστήρι και το χωριό μετονομάστηκαν σε Μονή Προυσού και Προυσός αντίστοιχα ( ΦΕΚ, Νόμος ΚΕ’ της 5ης Δεκεμβρίου 1845).

 

    Η Μονή παρέμεινε ενεργή όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, αν και η φήμη της δεν ήταν πολύ μεγάλη, λόγω και του δύσβατου της περιοχής. Το 1748 η Μονή έγινε Σταυροπηγιακή.
    Στην Επανάσταση του 1821 η Μονή αποτέλεσε
    • Κέντρο πολιτικής καθοδήγησης
    • Στρατηγείο
    • Θεραπευτήριο-Αναρρωτήριο τραυματιών.

 

    Λίγα χρόνια πριν την εθνεγερσία του 1821 στάλθηκε στο μοναστήρι ως ηγούμενος, ο αγιορείτης πνευματικός Κύριλλος Καστανοφύλλης. Ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρίας και η πρόφαση ήταν να διορθώσει την δήθεν πνευματική και ηθική παρακμή του. Αμέσως και βάση σχεδίου οργάνωσε και λειτούργησε τη "Σχολή Ελληνικών Γραμμάτων" ( 1818-1828 ). Η Μονή αποτέλεσε κέντρο πολιτικής καθοδήγησης του απελευθερωτικού αγώνα(υπάρχουν επιστολές του Μαυροκορδάτου κ.α). Έπαιξε δε κρίσιμο ρόλο στην όλη διαχείρηση της πολιορκείας του Μεσολογγίου αλλά και στη σωτηρία πολλών μετά την καταστροφή της "Εξόδου". Λειτούργησε δε καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα σαν θεραπευτήριο και αναρρωτήριο τραυματιών. Ο Καραϊσκάκης είχε εδώ το στρατηγείο του, όχι μόνο τους έξι μήνες που ήταν άρρωστος. Απλά το υπόλοιπο διάστημα ήταν αναγκασμένος να οργώνει τη Ρούμελη. Μάλιστα ο στρατηγός Καραϊσκάκης δώρισε το ασημένιο κάλυμμα της εικόνας σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη θέρμη, η οποία τον ταλαιπωρούσε και από την οποία γιατρεύτηκε κατά την παραμονή του στη Μονή. Το Σκευοφυλάκιο της Μονής διαθέτει σήμερα τα όπλα του Καραϊσκάκη.

 

    Μεγάλο μέρος της Μονής κάηκε από τους Γερμανούς στις 16 Αυγούστου του 1944, γιατί αυτή αποτελούσε κέντρο στήριξης των ανταρτών της αντίστασης. Καταστράφηκαν πολλά κειμήλια, σκεύη, χειρόγραφα και βιβλία, αλλά ευτυχώς όχι και η πολύτιμη εικόνα της Παναγίας, η οποία είχε τοποθετηθεί σε κρύπτη.

 

    Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο ξεκίνησε εκ νέου η ανοικοδόμηση της Μονής από τον ηγούμενο Γερμανό, η οποία συνεχίστηκε και στη δεκαετία του 1970 από τον τότε ηγούμενο της μονής και μετέπειτα ηγούμενο της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους Γρηγόριο.